ιεροτελεστία

ιεροτελεστία
η
1. τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας, τελετή: Τον έθαψαν χωρίς καμιά ιεροτελεστία.
2. μτφ., ό,τι έχει τα χαρακτηριστικά ιεροτελεστίας: Γι' αυτόν το φαγητό είναι ολόκληρη ιεροτελεστία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱεροτελεστία — ἱεροτελεστίᾱ , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem nom/voc/acc dual ἱεροτελεστίᾱ , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροτελεστία — η (Μ ἱεροτελεστία) [ιεροτελεστής] τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία μσν. 1. ιερολογία 2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • ἱεροτελεστίας — ἱεροτελεστίᾱς , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem acc pl ἱεροτελεστίᾱς , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροτελεστίαι — ἱεροτελεστίᾱͅ , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροτελεστίαν — ἱεροτελεστίᾱν , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροτελεστιῶν — ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροτελεστίαις — ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροτελεστικός — ή, ό (Μ ἱεροτελεστικός, ή, όν) [ιεροτελεστία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροτελεστία, ιερουργικός 2. ο κατάλληλος για τέλεση ιεροπραξιών. επίρρ... ιεροτελεστικώς και ά νεοελλ. με ιεροτελεστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”